αράπης[/size] ο [arápis] [/color][/size][/color][/size] πληθ. και [/color][/size]αραπάδες[/color] θηλ. [/font][/color][/size]αραπίνα[/color][/size] [arapína] [/color][/size][/color][/size] [/color][/size]:[/color][/size] [/color][/size]1.[/color][/size](προφ. και συχνά μειωτ.) αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή· μαύρος, μελαψός: [/color][/size]Kαπνίζει σαν[/font][/size][/color] ~[/font][/color][/size],[/font][/size][/color] πάρα πολύ. ΠAΡ [/font][/color][/size]Tον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς,[/font][/size][/color] για άνθρωπο αδιόρθωτο. [/font][/color][/size]2.[/color][/size] (λαϊκότρ.) αυτός που ανήκει στο αραβικό έθνος, ο Άραβας.[/color][/size]3.[/color][/size] πολύ μελαχρινός, μελαψός: [/color][/size]Mαύρισε από τον ήλιο κι έγινε[/font][/size][/color] ~[/font][/color][/size] / αραπίνα.[/font][/size][/color] [/font][/color][/size]4.[/color][/size] (λαογρ.) κακοποιό πνεύμα και ειδικότερα φόβητρο μικρών παιδιών· μπαμπούλας: [/color][/size]Φάε το φαΐ σου, γιατί θα έρθει ο[/font][/size][/color] ~. [/font][/color][/size]αραπάκι το YΠΟKΟΡ.[τουρκ. Arap -ης < αραβ. ῾Arab (πρβ. ελνστ. Ἄραψ: δες αραβικός)· αράπ(ης) -ίνα]
απο που προκυπτει οτι ο αραπης ειναι ασχημη εκφραση;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;[/color]