
Μέρες και μέρες είχε να φάει η αλεπού. Τριγύριζε στο δάσος, τριγύριζε στο λιβάδι, μα από φαγητό τίποτα. Αποφάσισε τότε να αναζητήσει την τύχη της στα μέρη των ανθρώπων. Με τα πολλά βρέθηκε κάτω από μια κληματαριά γεμάτη χοντρόρωγα, κατακίτρινα σταφύλια. Τα ζήλεψε και πολύ επιθυμούσε να τα δοκιμάσει, μα πώς ν' ανεβεί? Οι αλεπούδες δεν είναι γατιά, να πιάνουνται με τα νύχια τους και ν' ανεβαίνουν όπου τους αρέσει. Ωστόσο, δοκίμασε κάμποσες φορές. Πιάστηκε από δω, πιάστηκε από κει, τίποτα δεν κατάφερνε. Καθότανε μόνο κάτω, σήκωνε τα μάτια της στα σταφύλια, τα κοίταζε καλά καλά κι ο καημός τους την έτρωγε. Στα τελευταία, κι όταν βεβαιώθηκε ότι δεν θα μπορέσει να τα φτάσει, απελπισμένη, για να παρηγορηθεί, κορόιδεψε η ίδια τον εαυτό της:
- Δε βαριέσαι, δεν πειράζει, ας πάμε παρακάτω... Εξάλλου αυτά δεν τρώγουνται. Αγίνωτα είναι ακόμη...
Τα σταφύλια, ακούοντάς τη, μοιάζανε να την ειρωνεύονται να την περιγελούν.
- Ακούς εκεί... Είμαστε, λέει, αγίνωτα!... Εμείς, κυρα-αλεπού, αγίνωτα δεν είμαστε. Γλυκά σαν το μέλι είμαστε. Μα αφού δε μας φτάνεις, τι να πεις... μας λες αγίνωτα, για να ξεγελάσεις την ανημποριά σου!...
Ηθικό δίδαγμα
Είναι βολικό να λοιδορείς κάτι που δεν μπορείς να αποκτήσεις.