Γλυκές αναμνήσεις, όμορφες καλοκαιρινές βραδιές και μια Αθήνα εντελώς διαφορετική από τη σημερινή...
Αφιερωμένο.
Όμως χτες βράδυ δεν ξέρω πως έγινε και ονειρεύτηκα πάλι το Green Park. Η φωτεινή επιγραφή του ήτανε χαμένη μες την ομίχλη, ο δρόμος μπροστά ήταν έρημος, τα μακρινά αυτοκίνητα ελάχιστα κι η πάχνη που ερχόταν απ’ το Πάρκο σκάλωνε λίγο στους προβολείς του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου κι ύστερα έπεφτε μαλακά πάνω στην άδεια Μαυροματαίων, σέρνοντας μαζί της μια βαριά μυρωδιά από λεμονανθούς. Μέσα απ’ τη σκοτεινιά της πλαϊνής εισόδου, που ’χε μισοκλείσει απ’ τα αγιοκλήματα, ξεπρόβαλε χαμογελαστή η Μάνια το Κεχριμπάρι, ο Μάνθος κι Πασχάλης με μπύρες στο χέρι, κι ο Γιάννης ο Πλημμύρας με το Νίκο τον Πρόκα και μου ’καναν νόημα να πάω κοντά τους.
— Εκτός όλων αυτών…είπα στην Κιμ καθώς αυτή μου φρεσκάριζε το μαρτίνι μου.
— Μουσική; με ρώτησε και μου την ψιλόσπασε.
— Τι θα ‘λεγες για το Στέλλα μπάι Στάρλαιτ ή το Ρούμπυ;…
— Μ’ αρέσει, είπε και γύρισε, χωρίς να μου διευκρινίσει ποιο απ’ τα δύο ακριβώς της άρεσε.
Η βροχή μαστίγωνε την πανοραμική τζαμαρία που κύκλωνε το λίβινγκ ρουμ και το χώριζε απ’ τον κήπο. Τα κλαδιά των δέντρων έξυναν τις καμάρες του πάτιο, ξετρελαμένα απ’ το δυνατό αέρα. Κάτω απ’ το ερωτικό φως που άφηναν οι ρεοστάτες, την παρακολούθησα καθώς πήγαινε προς το στέρεο, στο βάθος του λίβινγκ ρουμ, τυλιγμένη σ’ ένα βαθύ εξώπλατο κεντημένο με μαύρες παγιέτες και δεν μπόρεσα να μην θαυμάσω την υπέροχη ραχοκοκαλιά της και το αργό κυμάτισμα των δυνατών γοφών της, καθώς άνοιγε δρόμο μέσα απ’ την πέιλ σάλομον παχιά μοκέτα. Βέβαια, παρ’ όλα τα σαλιαρίσματά μου, δεν παρέλειψα να παρατηρήσω ότι το λίκνισμα αυτό το είχε πρωτολανσάρει η Τζένιφερ Τζωνς στη Μονομαχία στον Ήλιο κι ότι το παγιετέ φουστάνι της σίγουρα ήταν χρεωμένο στο βεστιάριο της Ληστείας στο Σαν Ρέμο, μιας χλέπας που ’χε παίξει η Κιμ στα νιάτα της, παρέα με τον Μπράιαν Κηθ και τον Γκάη Μάντισον, αν θυμάμαι καλά...