Παρακαλώ θερμά να μην παρεξηγηθεί ό,τι ακολουθεί, είναι υποκειμενική θεώρηση και αφορά αποκλειστικά σε ύλη και ουδόλως σε έμψυχα όντα : Σε ρολόγια δηλαδή και όχι στους κατόχους τους. Θέλω να πιστεύω ότι είναι απολύτως διακριτά αυτά τα δύο, ήτοι το ρολόϊ δεν κάνει τον άνθρωπα μήτε τον ορίζει και τ’ ανάπαλιν, έτσι ;
Λοιπόν, όπως έχει έρθει πια το πράγμα, δεν ξέρω πόσος χώρος υπάρχει ειδικά σ’ ένα ωρολογιακό φόρουμ για τα εμπορικά, ιδίως, μοντέλα της R. Για ν’ αποσείσω την υπόνοια της προκατάληψης εκ μέρους μου, υπενθυμίζω πως όταν γράφτηκα εδώ χάμω είχα όχι ένα, όχι δύο, αλλά τέσσερα τεμάχια, ένα DSSD, ένα Bluesy προηγούμενης γενιάς, ένα Εξπλόρερ I 39άρι και το λευκό Datejust 41. Εκεί που είχε φτάσει το πράγμα, για μένα, για τη δική μου ιδιοσυγκρασία, ήτανε μονόδρομος να πάρουνε δρόμο με τη σειρά (ξεκινώντας από το Deepsea, που μάλιστα το είχα κι εδώ στις αγγελίες για δυο τρία φεγγάρια και ο ντουνιάς εκώφευε, αλλ’ αυτό είν’ αλλουνού παππά ευαγγέλιο).
Εν τέλει, διερχόμενος Συμπληγάδες και κατόπιν αιμοπτύσεων (επειδή τα πράγματα, ακόμη και με τα Rolex, όταν κανείς βρεθεί στη θέση στου πωλητή, δεν είναι όπως επιμένουν κάποιοι να τα παρουσιάζουν), τα ρολόγια μετανάστευσαν εις τας Ευρώπας και κάνοντας τον απολογισμό θα έλεγα ότι εμπίπτω στην κατηγορία του Βίκτωρα, δηλαδή εγώ μήτε είδα, μήτε άκουσα, μήτε κυρίως καρπώθηκα καμμιά υπεραξία από τα εν λόγω, είτε φταίνε τα μοντέλα που είχα, είτε φταίει το τεμπεραμάν μου που εκρήγνυμαι εύκολα και δεν κάνω για διαπραγματεύσεις είτε δεν ξέρω τι και δε με νοιάζει κιόλας.
Τα παραπάνω αναφέρονται, ούτως ώστε να μην πει κανείς ξύπνιος πως η αλεπού βάφτισε ξυνοστάφυλα τα ρολεξάκια που δεν έφτανε, δεν είναι αυτή η περίπτωση, τα ρολόγια τα ΄χα, αλλα τα ‘δωσα και τα γύρισα σε άλλα ρολόγια, μερικά τα ξέρετε μερικοί, κάποια άλλα πιο λίγοι έως ελάχιστοι, δεν έχει αυτό σημασία εν προκειμένω. Τα Rolex έφυγαν από πάνω μου, παρ’ ότι –εγώ δεν είχα ποτέ πρόβλημα να το διατυμπανίσω- κατασκευαστικά ήταν ρολογάρες, άρτιες, άψογες, κομπλέ –δεν είχα ποτέ το παραμικρό πρόβλημα με Rolex, ενώ δεν μπορώ να πω το ίδιο για κάτι πχ IWC, που μου βγάλανε τη φθίση όσο τα ‘χα, να τα λέμε κι αυτά. Και το σέρβις σούπερ και όλα καλά.
Όμως, πήραν τον δρόμο τον μακρύ δίχως επιστροφή, επειδή έπαψα πλέον να τα αντιμετωπίζω σαν ρολόγια-ρολόγια και τα έβλεπα όλο και περισσότερο ως ρολόγια-κοσμήματα, ρολόγια-ομόλογα, ρολόγια-μόστρα, υβρίδια δηλαδή, καταπληκτικά κατασκευάσματα μεν, αλλά με πολύ hype απάνω τους και περισσότερη γκλαμουριά απ’ όση αντέχει το δικό μου το πετσί.
Εκτός κι αν μου διαφεύγει, έχω χρόνια να δω συζήτηση σοβαρή πχ για τις καλίμπρες της Rolex, κυρίως νέας γενεάς, που δεν είναι καθόλου παίξε-γέλασε ή για vintage μοντέλα κλπ. Αντίθετα, κάθε μα ΚΑΘΕ κουβέντα σχετιζόμενη με Rolex έχει να κάνει με τιμές,ντήλερς άσπρους-μαύρους-γκρι, καπέλα, AD, μεταπωλητική αξία, διαγράμματα και καμπύλες με στηρίξεις-αντιστάσεις, ζήτηση και προσφορά, τεχνητές ελλείψεις, τους ορίζοντες που ανοίγονται λαμπροί μπροστά μας, φούσκες και μπαλόνια, διακρατήσεις, κουτιά και αυτοκόλλητα, θυρίδες και θησαυροφυλάκια, κέρατα και τράγους, μα για τα ρολόγια καθαυτά ως ρολόγια λίγα πράματα.
Και από κουβέντες τριγύρω, κι απ’ τον παλμό σε άλλα fora κι εδώ και έξω, αυτό που καταλαβαίνω εγώ είναι μια κόπωση στις τάξεις των ωρολογόφιλων, μια βαριεστημάρα, δηλαδή φτάσαμε στο σημείο πιο πολλές να είναι οι Ντεϊτόνες από τα Κομαντίρσκιε -όχι και τόσο φυσιολογικό αυτό, πιστεύω. Είμαι βέβαιος, όλοι συμμεριζόμαστε τη χαρά του αποκτώντος, είτε Rolex είτε Vostok, το ξέρουμε το αρχικό συναίσθημα, μόνο κομπλεξικοί θα ξυνίσουνε τη μούρη αν ο άλλος πάρει κάτι πιο ακριβό απ΄αυτό που μπορούν οι ίδιοι και, ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι οι χλιαρές αντιδράσεις πχ στις νεοεισελθούσες Nτεϊτόνες, όπως αναφέρθηκαν πιο πάνω, έχουν να κάνουν με φθόνο, καθόλου δεν το πιστεύω. Νομίζω ότι, απλά, η ωρολογιακή κοινότητα υποσυνείδητα, μέσα σε μια δύσκολη οικονομικο-κοινωνικο-πολιτική συγκυρία εκδηλώνει χλιαρή αντίδραση –τονίζω τη λέξη «αντίδραση»- απέναντι σε κάποια αντικείμενα ποθητά από τις πλατιές μάζες, ακόμη και από τους αδαείς. Και μ’ έναν ελιτισμό, ίσως όχι δικαιολογημένο, αλλά πάντως όχι ανεξήγητο, οι γνώστες γυρίζουν την πλάτη, ώστε να διαχωρίσουν τη θέση τους. Δεν γίνεται επίτηδες, δεν γίνεται για να πληγωθεί ή να πικαριστεί ο νέος κάτοχος του τάδε hot μοντέλου Rolex, συμβαίνει σαν έμμεση αποδοκιμασία, στρεφόμενη όχι βέβαια εναντίον του νέου κατόχου, αλλά εναντίον των διαδικασιών, απαράδεκτων πλέον, μέσα από τις οποίες αποκτάται σήμερα ένα εμπορικό Rolex. Kι έτσι παρατηρείται αυτό το φαινόμενο, μια ρολογάρα, όπως είναι όντως η Nτεϊτόνα, αντικειμενικά, να περνάει περίπου στο ντούκου, τη στιγμή που το θρυλικό πλέον Orient του Κάπτεν Χάρρυ ξεσηκώνει την εξέδρα, επειδή κατά βάθος ο κόζμος, σε μια εποχή ολίγον θυελλώδη με πολλή αμφισβήτηση στον αέρα, είναι συχνά με το αουτσάϊντερ κι όχι και με το δεδομένο φαβορί. Λέω εγώ τώρα. Κι αν κάποιος δεν με πιστεύει, ας σκεφτεί μόνο ότι κατόρθωσα να γράψω όλο αυτό το κατεβατό χωρίς ν’ αναφέρω ούτε μια φορά τη λέξη SEIKO –είναι ρεκόρ μου και με παραδέχομαι !
Τώρα, για την επαναφορά on topic, θα πω ότι τα πέντε χιλιάρικα για το speedy είναι πολλά λεφτά, αλλά όπως έχει έρθει το πράγμα με τα ελβετικά, κυρίως, ρολόγια, προσωπικά δεν έχω μια αντιπρόταση, πάλι σε ελβετικό (που να είμαι σίγουρος ότι είναι όντως ελβετικός και όχι ολίγον από ελβετικός και πολύ από κινέζικος) χρονογράφο, που να αναιρεί το δίλημμα. Κοντολογίς, αν κάποιος θέλει speedy, τόσο κάνει το speedy. Σήμερα, για αύριο κανείς δεν ξέρει.