ευτυχώς που υπάρχουν η ΑΕΚΑΡΑ και η ΣΕΙΚΑΡΑ ... και ζωντανεύει λιγάκι το φόρουμ ...
Πραγματικά Captain! Υπάρχει όμως μια διαφορά : Η Seiko -όπως άλλωστε και η Rolex, για να λέμε τα σύκα σύκα- αξίζουν ενίοτε μερικές αγκωνιές μεταξύ φίλων, πάντα σε πλαίσια fair play και με πνεύμα ιπποτισμού (άλλωστε, υπενθυμίζω, και οι κονταρομαχίες μέρος του ιπποτικού τρόπου ζωής ήταν). To αξίζουν και το δικαιούνται , λόγω του προϊόντος τους, της ιστορίας και της φήμης τους.
-Αλλά για το ποδόσφαιρο ; Ή μάλλον συγγνώμη, έκανα λάθος, γι΄αυτό το τερατούργημα, που ονομάζεται «ελληνικό ποδόσφαιρο» ; Όπως κάθε ψάρι σε προχωρημένη αποσύνθεση, έτσι κι αυτό απ΄ το κεφάλι όζει. Αρπαζόμαστε για τα δρώμενα στο χορτάρι και τις αναγραφές του ταμπλώ και ξεχνάμε ότι σ’ αυτή τη χώρα το αποτέλεσμα εν πολλοίς προκαθορίζεται και κρίνεται από τις δράσεις ανθρώπων που πιστεύω, ειλικρινά, κανείς από σας δεν θα ήθελε να βάλει στο σπίτι του. Ανθρώπων, πρώτ’ απ’ όλα, που δεν έχουν καμμία σχέση με τον αθλητισμό. Ανθρώπων, που το ποδόσφαιρο, σαν άθλημα, σαν θέαμα, το σιχαίνονται κυριολεκτικά. Το απεχθάνονται. Ακόμη κι όταν βρίσκονται στην εξέδρα, το εξασκημένο μάτι τους είναι πάνω στο διαιτητή. Στους βοηθούς του διαιτητή. Πάντως όχι στη μπάλα. Σαπιοκοιλιάδες, βαρείς καπνιστές οι περισσότεροι, μοναδική επαφή με το ποδόσφαιρο να έκαναν το δοκάρι στα μονά του δημοτικού – και αν. Μια πάσα να τους κάνεις, θα πατήσουν τη μπάλα και θα σκάσουν κάτω σα σακιά. Υπόδικοι νυν και πρώην, ακόμη δε και διατελέσαντες τρόφιμοι φυλακών, κάμποσοι από δαύτους, ακόμη και εν ενεργεία. Πιστόλια. Μπράβοι. Αργκό. Από πίσω αυλοκόλακες και λοιποί παρατρεχάμενοι. Νόμος της νύχτας, πρακτικές της νύχτας, δωροδοκίες, εκβιασμοί, νταβατζιλίκια, ρουφιανιλίκια, ανίερες κατά συνθήκην και κατά περίπτωση συμμαχίες, υποτραπέζιες συμφωνίες και άνομες διανομές. -’Οχι ;
Τώρα, το πόσο υπολογίζουν τον φίλαθλο, μπορεί να το καταλάβει κανείς από το πως φέρονται στους ίδιους τους αθλητές της ομάδας τους, ξεκινώντας από την αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων και φτάνοντας μέχρι τις ευθείες απειλές για σπασμένα γόνατα και τσιμεντώματα. –Όχι ; Ας βάλει τώρα ο καθένας με το νου του, εάν συμπεριφέρονται έτσι στους εργαζομένους τους, πόσο μπορεί αυτοί οι τύποι να νοιάζονται για το μέσο φίλαθλο/οπαδό, πέραν δηλαδή της αξιοποίησής του σαν εργαλείο πολιτικής πίεσης προς ίδιον όφελος. Διότι κέρδος οικονομικό από την καθαρά ποδοσφαιρική δραστηριότητα στις ΠΑΕ δεν υπάρχει, αυτό είναι δεδομένο και αυταπόδεικτο, μιλάμε πάντα και εξ ορισμού για ζημιογόνες έως και υπό πτώχευση ανώνυμες εταιρείες, που για τη λειτουργία τους ζητούν διαρκώς λεφτά, πηγάδια δίχως πάτο. Λεφτά τα οποία, όντως, οι τύποι αυτοί –οι οποίοι μόνο για τη γαλαντομία τους δεν φημίζονται- βάζουν και ξαναβάζουν. -Αγοράζοντας τι ; Διότι κάτι αγοράζουν αυτοί οι μάγκες με τα εκατομμύριά τους. –Τι όμως ; –Την αγάπη του λαού ; Την ηθική ικανοποίηση για την προαγωγή του αθλητισμού ; Έλεος, θα πάθουμε ρήξη κοιλιακών από τα γέλια.
Ας μου πει κάποιος, ιστορικά, τι έχει να χωρίσει η Αθήνα με τη Θεσσαλονίκη. -Μήπως οι Θεσσαλονικείς έχουν διαφορετική εθνική συνείδηση, πχ σαν Βάσκοι ή σαν Κορσικανοί ; ‘Αλλη γλώσσα, άλλες φυλετικές καταβολές, άλλα έθιμα ; Τάσεις εθνικής αυτονόμησης μήπως, σαν τους Καταλανούς ; Τίποτε απ όλ’ αυτά. Δεν υφίσταται ιστορικά το παραμικρό, που να χωρίζει την Ελλάδα σε «Βόρεια» και «Νότια»., όπως πχ τη χωρίζει –ακόμη- σε δεξιούς και αριστερούς, για εντελώς απτούς ιστορικούς λόγους. Αυτός ο διαχωρισμός βορείων-νοτίων είναι γνήσια ποδοσφαιρικής προέλευσης, με μία ένταση που ξεκινάει ιδίως από την εποχή του Κούδα και κλιμακώνεται με τις χυδαιότητες περί «βουλγάρων» και καταλήγει σταδιακά σε μένος ανεξέλεγκτο και -το χειρότερο- μένος γενικευμένο. Και ναι μεν, κατανοητό σ’ένα βαθμό να συντηρείται αυτή η κατάσταση από ανεγκέφαλα έφηβα που επιζητούν εκτόνωση, έλα όμως που βλέπουμε αμέτρητους ανθρώπους κατά τεκμήριο ώριμους, καλλιεργημένους και σκεπτόμενους να εκφεύγουν των ορίων και τελικά να υιοθετούν σε μεγάλο βαθμό, όχι τις πρακτικές καθαυτές των κάφρων, αλλά μια αντίστοιχη μενταλιτέ.
Δεν υπάρχει κανείς που να χαίρεται περισσότερο για την ύπαρξη ενός εξαγριωμένου όχλου και εν δυνάμει στρατού, απ’ αυτόν που υποκινεί, ενθαρρύνει, ψευτοχαϊδεύει δήθεν πατρικά, χειραγωγεί και κατευθύνει τον συγκεκριμένο στρατό. Δηλαδή από τον Πρόεδρο. Το κάθε Πρόεδρο. Τον κάθε ασουλούπωτο ψευτόμαγκα, με τα πουκάμισα να κρέμονται απόξω και το πούρο στο χέρι, που έχει πληρώσει με τα αμφιλεγόμενης προέλευσης λεφτά του και έχει αγοράσει κοινωνικό έρεισμα και ασπίδα έναντι παντός κινδύνου, ασπίδα απαρτιζόμενη από εκατοντάδες χιλιάδες ψηφορόρων.
Και εν τέλει, τι ; Αφού ό,τι και να γίνει, όποιος και να επικρατήσει σ’ αυτην την τραγική εγχώρια διοργάνωση, πάλι το φθινόπωρο θα έρθει η γελοιοποίηση και ο διασυρμός στα ευρωπαϊκά γήπεδα, υπενθυμίζοντάς μας για χιλιοστή φορά τη μιζέρια μας την τόσο διαχρονική, που ν’ αποτελεί πια μέρος της παράδοσης αυτού του τόπου, από βορρά μέχρι νότο κι από ανατολή μέχρι δύση, μηδενός σημείου του ελληνικού ορίζοντα εξαιρουμένου.
Ξαναλέω, οι τύποι αυτοί δεν γουστάρουν τη μπάλα, γενικώς (με απειροελάχιστες εξαιρέσεις παραγόντων-φιλάθλων, όπως ο Γιαννακόπουλος που το ζούσε το πράγμα), παίζουν μπάλα, αλλά άλλου τύπου μπάλα, ουδεμία σχέση με ποδόσφαιρο. Παίζουν μπάλα με συμβάσεις, αναθέσεις έργων, κανάλια, κοινωφελείς οργανισμούς, εκδόσεις, διαφημιστικά έσοδα και διάφορα άλλα, ενιότε λιγότερο έως καθόλου νόμιμα. Τις ομάδες τις έχουν για εργαλεία και η διαρκής επίκληση τσιτάτων που χτυπούν στο συναισθηματισμό, για προσφυγιές, για χαμένες πατρίδες, για Πειραιάδες, για τη Μερκούρη και το Φούντα και τα παιδιά του Πειραιά, για Αγιές Σοφιές και βασιλικές με τρούλο, τα λένε κι από πίσω γελάνε, περνώντας μας για εύπιστους, για να μην πω άλλη λέξη.
Να με συμπαθάει ο νηματοθέτης, πιθανόν να είμαι off topic, λέω πιθανόν, διότι το νήμα είναι για την ΑΕΚ, όμως πολύ φοβάμαι ότι τελικά είμαι right on topic, μιας και ούτε η ΑΕΚ ξεφεύγει απ’ όλα, μα όλα, τα παραπάνω, τουλάχιστον από τη μετά Μπάρλου εποχή και μετά.
Και κάτι ακόμη, οn topic όσο δεν πάει άλλο: Oι πρόσφυγες –οι πρόγονοί μου ήταν πρόσφυγες και πολλοί απ’ τους δικούς σας φαντάζομαι –κουβάλησαν τις ρίζες τους από τους τόπους απ’ όπου διώχτηκαν κι ήρθαν εδώ κι έσκυψαν το κεφάλι και δούλεψαν σκληρά για να ξαναχτίσουν, όλα απ’ την αρχή, όλα με τα χέρια, κόντρα σε χίλια δυό εμπόδια. Πάνω απ’ όλα αξιοπρεπείς. Την ενέργειά τους τη διοχέτευσαν σ’ έργα σπουδαία και τον πόνο τους για τον ξερριζωμό, τον καημό τους και την πίκρα τους μπορεί να τα έκαναν τραγούδι αλλά ποτέ τρόπο ζωής. Κι εμείς, οι απόγονοί τους, καθόμαστε και σκούζουμε όλη την ώρα που ο διαιτητής ήτανε, λέει, πιασμένος και δε σφύριξε το πέναλτυ, ο άλλος ήτανε ένα μέτρο οφάϊντ και δε σηκώθηκε η σημαία, την παράγκα της πρωτευούσης και το παρασκήνιο της συμπρωτεύουσας. Όλο παράπονα και γκρίνιες. Για το απόλυτο τίποτα. Αιωνίως αδικημένοι και μεμψίμοιροι. Διερωτώμαι που θα βρισκόμασταν όλοι σήμερα εάν οι προγονοί μας, αντί ν’ αγωνίζοναι από τα χαράματα ως τη νύχτα για ένα καλύτερο αύριο, την έβγαζαν όλη μέρα στις παραλίες, αμολώντας κατάρες, ύβρεις και πέτρες προς την πλευρά της Ανατολής, σκούζοντας για τις Μεγάλες Δυνάμεις που μας αδίκησαν και το παιχνίδι που στήσαν με τους Τούρκους...